Φώτης Ζησιμόπουλος στο Runbeat: «Δεν το πίστευα ότι τερμάτισα τρίτος»
Runbeat Team 10:30 07-03-2021

Λίγες μέρες μετά την τρίτη θέση στο Transgrancanaria 129Κ που πραγματοποιήθηκε στην Ισπανία και τα Κανάρια Νησιά, ο Φώτης Ζησιμόπουλος έχει επιστρέψει στη βάση του στο Αγρίνιο και μιλάει στο Runbeat.gr για τη σημαντική διάκριση στον αγώνα, για τη ζωή του ως δρομέας αλλά και τους επόμενους στόχους του.
Είναι αλήθεια πως ο γεννημένος το 1982 αστυνομικός στο επάγγελμα Φώτης Ζησιμόπουλος, δεν περίμενε -όπως μας είπε- να καταφέρει να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, αφού ξεκίνησε σχετικά αργά το τρέξιμο και πιο συγκεκριμένα το 2017, σε ηλικία 35 ετών.
Να πούμε ότι ο αγώνας στον οποίο πήρε μέρος στην Ισπανία ήταν ο πρώτος του εκτός Ελλάδας, συνεπώς και η πρώτη του επιτυχία στο εξωτερικό, όμως έχει καταφέρει να διακριθεί και στη χώρα μας, με μία εκ των επιτυχιών του να είναι το 20:46:20 στο ROUT Classic 100miles στα βουνά της Ροδόπης. Στην Ισπανία ο Φώτης Ζησιμόπουλος πήρε την τρίτη θέση με χρόνο 14 ώρες, 19 λεπτά και 5 δευτερόλεπτα πίσω μόνο από τους Pallaz (13:42:42) και Aureli (14:03:35). Ο αγώνας έγινε στο πλαίσιο του SpartanTrail World Championship και πραγματοποιήθηκε σε +7.500m θετικής υψομετρικής.
Στα πρώτα του λόγια ο Έλληνας Ultra Runner, μίλησε στο Runbeat, για τις δυσκολίες που είχε ο αγώνας στα Κανάρια Νησιά, την τακτική που ακολούθησε και τα συναισθήματα που είχε έπειτα από τον τερματισμό:
«Ο αγώνας ήταν πολύ δύσκολος. Ξεκίνησε βράδυ, στις 23:00 ώρα Ισπανίας και έλαβαν μέρος πολλοί κορυφαίοι αθλητές, από το ελίτ επίπεδο του αθλήματος. Ήταν μέρος του παγκοσμίου πρωταθλήματος Spartan Trail World Championship. Είχα προπονηθεί πάρα πολύ καλά και ξεκίνησα στη θέση 30 τον αγώνα, καθώς λόγω πανδημίας ξεκινούσαμε ξεχωριστά και το κάθε άτομο είχα τη δική του ώρα χρονομετρημένη μέχρι το τέλος. Σε κάποιο σημείο της κούρσας βρέθηκα δεύτερος, αν και είμασταν πολύ κοντά με τους άλλους, είχαμε 2 με 3 λεπτά διαφορά, κάτι το οποίο σε ultra αγώνα δεν είναι τίποτα. Μέχρι το 40ο-45ο χιλιόμετρο έτρεξα πολύ καλά και ήμουν στην κορυφή.
Στη συνέχεια ο καιρός άλλαξε απότομα και εκεί που περιμέναμε να τρέχουμε με 20-25 βαθμούς Κελσίου το βράδυ, η θερμοκρασία έπεσε στους 2 βαθμούς. Αυτό μας δυσκόλεψε ιδιαίτερα, γιατί εκτός από το κρύο, είχε βροχή, αέρα και έντονη ομίχλη και αυτό μου προκάλεσε κάτι σαν υποθερμία, γιατί έχασα πολλή θερμότητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πονέσει η κοιλιά μου και να χάσω πάρα πολύ σε απόδοση γιατί αναγκάστηκα να «κόψω» ταχύτητα και με πέρασαν οι άλλοι αθλητές και βρέθηκα κάπου όγδοος σε θέση στην κούρσα. Εγώ στη συνέχεια έκανα υπομονή, από ένα σημείο και μετά ο αγώνας έγινε ουσιαστικά επιβίωσης και όχι απλά ultra. Μέσα στον αγώνα ένας αθλητής που τρέχαμε μαζί δεν μπορούσε να κρατήσει τα μπατόν του και θυμάμαι χαρακτηριστικά πως έβγαλε και έδεσε κάποιες κάλτσες στα χέρια του, ήταν τόσο έντονο το κρύο. Ούτε νερό δεν μπορούσες να πιείς, το να πιάσεις το φλασκί ήταν πολύ δύσκολο.
Συνέχισα και έκανα υπομονή, η αλήθεια είναι πως ήταν η πρώτη φορά που έκανα αρνητικές σκέψεις όλο το βράδυ, κάτι το οποίο νομίζω πως είναι λογικό γιατί είναι η φυσική άμυνα του οργανισμού, είναι σαν να λέει «σταμάτα, κάνεις κακό στον εαυτό σου» και να σε κάνει να τα παρατήσεις για το καλό σου. Στην τελική, αν το σκεφτείς, δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις αυτό το πράγμα, μπορείς να το αποφύγεις. Μετά έφτασα στο 90ο χιλιόμετρο, ήμουν πολύ χάλια. Κάθισα και έφαγα στον κεντρικό σταθμό, εκεί όπου βέβαια αντιμετώπισα ξανά πρόβλημα, αφού λόγω της πανδημίας δεν μπορούσα να φάω κανονικά και ότι θα έτρωγα υπό άλλες συνθήκες, μόνο τρόφιμα που δεν νομίζω πως με βοήθησαν πολύ.
Ξαναμπήκα στη συνέχεια στον αγώνα, άρχισα να τρέχω, ήμουν ακόμα 8ος αν θυμάμαι καλά. Σε εκείνο το σημείο είχαν εγκαταλείψει πολλοί από τους ελίτ αθλητές από ότι έμαθα, λόγω της κακοκαιρίας. Εγώ πάντως συνέχισα να τρέχω και μπήκα στο φαράγγι, στα τελευταία 40 χιλιόμετρα του αγώνα όπου η θερμοκρασία ανέβηκε και από τους 2 βαθμούς πήγαμε στους 35 βαθμούς. Εκεί το σώμα μου έπαθε άλλο σοκ και άρχισε η αφυδάτωση, άρχισε να «βαράει» ένας ήλιος… απίστευτος».
Παρά όλες τις αντιξοότητες όμως, ο Αγρινιώτης δρομέας κατάφερε να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να φτάσει στον τερματισμό και μάλιστα στην τρίτη θέση. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η εμψύχωση του Κώστα Βασιλάκη (προπονητής του έτερου Έλληνα - Θανάση Παγουνάδη- ο οποίος συμμετείχε στη διοργάνωση, αλλά στο αγώνισμα του μαραθωνίου), λίγα χιλιόμετρα πριν τον τερματισμό.
«Σε εκείνο το σημείο όμως άρχισα να τρέχω καλύτερα με τη ζέστη, ανέβασα ρυθμό και άρχισα να νιώθω καλύτερα. Η αλήθεια είναι ότι όσο ζεσταινόμουν ένιωθα και πιο καλά. Στο 110ο χιλιόμετρο ήταν ο Κώστας ο Βασιλάκης, που είναι προπονητής του Θανάση Παγουνάδη, αθλητή της Salomon Hellas και μου είπε ότι οι άλλοι δύο αθλητές είναι μπροστά σου κάπου στα 13 λεπτά και ότι εάν πιέσω μπορεί να τους φτάσω. Μόλις κατάλαβα πόσο κοντά τους ήμουν, ανέβηκε η ψυχολογία μου.
Πήγα έκατσα σε έναν σταθμό, ήπια νερό και είπα από μέσα μου «Τώρα ήρθε η ώρα να τρέξεις πιο γρήγορα, να πιέσεις και αν είναι να κερδίσεις κάτι κάνε το». Από εκεί και μετά μπήκα στον αγώνα με άλλη ψυχολογία, άρχισα να τρέχω πιο έντονα με αποτέλεσμα τα πόδια μου να «φορτώνονται». Συνέχισα να τρέχω έντονα και κατάφερα να προσπεράσω έναν αθλητή στο 115ο περίπου χιλιόμετρο, δεν θυμάμαι ακριβώς. Έτσι λοιπόν, πίεσα, πίεσα, πίεσα και λίγο πριν το τέλος, στα τελευταία 5-6 χιλιόμετρα πέρασα και τον αθλητή που ήταν τρίτος και κατάφερα να κρατήσω τη θέση μου μέχρι τον τερματισμό.
Μόλις τερμάτισα τρίτος η αλήθεια είναι ότι δεν το πίστευα, ήταν πολύ έντονο το συναίσθημα. Το κυνήγησα τόσο πολύ που μου βγήκε στο τέλος. Το τερέν ήταν πολύ κακοτράχαλο, γυρνούσαν πάρα πολλές πέτρες και σε «χτυπούσαν» στα πόδια, κάτι το οποίο βέβαια με οδήγησε στο να χάσω και τέσσερα νύχια».
Ερωτηθείς να απαντήσει για την προετοιμασία που χρειάστηκε να κάνει όλο το διάστημα πριν μπει τον αγώνα και αν του δημιούργησε πρόβλημα η πανδημία, ο ίδιος τόνισε:
«Εγώ και ο προπονητής μου, ο Δημήτρης Κασίμης ήμασταν συγκεντρωμένοι πάνω σε αυτό για πολύ καιρό. Έκανα πολύ καλή προετοιμασία και συνεχείς προπονήσεις. Προσπάθησα να μην παραμελώ την οικογένεια και τη δουλειά μου και υπήρξαν μέρες που έτρεξα στο βουνό στη 1:00 το βράδυ μέχρι το πρωί για να τα προλάβω όλα. Η προπόνησή μου περιελάβανε tempo, longrun και άλλα. Με την πανδημία δεν αντιμετώπισα κάποιο πρόβλημα, αφού τρέχω μόνος μου στην προπόνηση εδώ στο Αγρίνιο. Το θέμα είναι απλά ότι με όλα τα μέτρα που υπάρχουν μόνο και μόνο το ταξίδι στην Ισπανία ήταν κουραστικό, ειδικά σε σχέση με τις πτήσεις».
Όπως ανέφερε, η βοήθεια του Σάκη Δασκαλόπουλου (ο άνθρωπος που τον βοήθησε σε θέμα οργάνωσης) σημαντική, αφού οι δρομείς σε τέτοιο επίπεδο χρειάζονται άτομα να ασχοληθούν με τα γραφειοκρατικά του αγώνα και του ταξιδιού.
«Στην Ισπανία πήγα τρεις μέρες πριν τον αγώνα και ήταν πολύ σημαντικό το ότι είχα ένα άτομο να ασχοληθεί με τα γραφειοκρατικά του αγώνα. Με εισιτήρια, επικοινωνία και τα πάντα, διότι σε τέτοιες μέρες είναι καλό να μπορείς να κάνεις focus στον αγώνα και να μην έχεις το άγχος της… χαρτούρας. Εγώ για παράδειγμα δεν ξέρω Ισπανικά και Αγγλικά ξέρω μόνο τα βασικά, οπότε η βοήθεια που είχα από τον Σάκη Δασκαλόπουλο σε όλο αυτό το κομμάτι της οργάνωσης ήταν πολύ σημαντικό».
Όπως είναι λογικό, ο εξοπλισμός που χρησιμοποίησε στην Ισπανία έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του, με τον ίδιο να αναφέρει τι χρειάστηκε να έχει πάνω του:
«Χρησιμοποίησα παπούτσια Jackal της La Sportiva, τα οποία είχα χρησιμοποιήσει και στον αγώνα ROUT που είχα λάβει μέρος. Η αλήθεια είναι ότι με έχουν βολέψει πάρα πολύ και αυτό είναι σημαντικό για έναν αθλητή, αφού όταν αλλάζεις παπούτσια χρειάζεσαι χρόνο και αρκετές προπονήσεις για να τα συνηθίσεις».
Αφήνοντας στην άκρη το αγώνα στα Κανάρια νησιά, ο Φώτης Ζησιμόπουλος αναφέρθηκε και στην καθημερινή ενασχόλησή του με το τρέξιμο, αλλά και με την... πυγμαχία:
«Εγώ τρέχω μόνος μου και αυτό είναι κάτι που με βολεύει και μου αρέσει. Προφανώς και όσο ανεβαίνεις επίπεδο και ασχολείσαι όλο και περισσότερο, η προπόνηση γίνεται όλο και πιο έντονη θα υπάρξουν και μέρες που δεν θα περνάς καλά. Στο τρέξιμο δεν είναι όλα τέλεια συνέχεια όπως μπορεί να νομίζει ο κόσμος που δεν ασχολείται, ειδικά όσο κάνεις πρωταθλητισμό. Ξεκίνησα σε μεγάλη ηλικία το τρέξιμο και άκουγα γύρω μου σχόλια σαν «με τη δουλειά του τι θα κάνει;» και «μα έχεις οικογένεια», όμως κάνω κάτι που μου αρέσει και παίρνω χαρά από αυτό. Αυτό μου δίνει τη δύναμη να συνεχίσω», ενώ για το άθλημα της πυγμαχίας συμπλήρωσε:
«Η πυγμαχία είναι ένα άθλημα το οποίο μου άρεσε και ασχολήθηκα για 10 χρόνια. Μέχρι ένα σημείο ένιωθα καλά με τον εαυτό μου, έκανα έντονες προπονήσεις, όμως από ένα σημείο και έπειτα κατάλαβα ότι δεν μπορώ να ασχοληθώ άλλο, δεν μπορούσα να εξελιχθώ. Στο ultratrailrunning σίγουρα η πυγμαχία με έχει βοηθήσει όσον αφορά την πειθαρχία, αφού είναι ένα άθλημα που η πειθαρχία είναι βασική του αρχή. Από εκεί και πέρα, με την πυγμαχία «χτίζεις» αντοχή, αλλά και ευλυγισία, γεγονός το οποίο σε βοηθάει πάρα πολύ στο τρέξιμο».