Τατιάνα Γκούσιν: Ρεαλίστρια, πολυδιάστατη, γεμάτη εμπειρίες, ονειρεύεται το Τόκιο
Νίκη Μηλιαράκη 11:47 14-04-2021
Έχοντας ζήσει τις συνθήκες της μετανάστευσης στην τρυφερή ηλικία των 8 ετών και όλα όσα ακολουθούν ένα παιδί που βρίσκεται σε μία ξένη χώρα που δύσκολα δέχεται το διαφορετικό η Τατιάνα Γκούσιν αναγκάστηκε να ωριμάσει από πολύ νωρίς. Γεννήθηκε στη Μολδαβία και στα 8 της χρόνια ακολούθησε τους γονείς της στην Ελλάδα. Πέρασε αρκετές δυσκολίες μέσα από τις οποίες όμως διαμόρφωσε και το χαρακτήρα της. Ένα πολυδιάστατο άτομο που λατρεύει τον αθλητισμό, σπούδασε δημοσιογραφία και φωτογραφία με υποτροφία στην Αμερική και της αρέσει να ζωγραφίζει. Κυρίως όμως έχει το «γνώθι σαυτόν», κοιτάζει με ρεαλισμό την πραγματικότητα και αρπάζει από τα μαλλιά όποια ευκαιρία της δίνεται.
Η Τατιάνα Γκούσιν ασχολήθηκε από μικρή ηλικία με το στίβο, τον οποίο αγάπησε λόγω των ταξιδιών που της επέτρεπε να κάνει, αλλά ποτέ δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτόν. Ανεξαρτητοποιήθηκε από τα 18 της χρόνια και προσπαθεί να ζει την κάθε στιγμή ξεχωριστά.
Εάν τη ρωτήσεις τι από όλα αυτά που ασχολείται είναι σήμερα θα σου απαντήσει «είμαι από όλα αυτή την περίοδο. Όπως όλοι, έχουμε επηρεαστεί κι εμείς λόγω της κατάστασης. Οι χορηγοί μας έχουν κάνει ένα βήμα πίσω και περιμένουν να δουν εάν θα γίνει ή όχι Ολυμπιάδα. Η Ομοσπονδία περνά δύσκολα, οπότε τώρα αυτή την περίοδο είμαι γραμματέας, πέρσοναλ τρέινερ, φωτογράφος, έχω πολλά που κάνω, αλλά κυρίως είμαι αθλήτρια. Γι’ αυτό γύρισα από την Αμερική. Γύρισα για την Ιωάννα (σ.σ. Σιώμου) για να κάνω προπόνηση μαζί της για να προσπαθήσω να πιάσω το όριο για την Ολυμπιάδα του Τόκιο. Μετά θα έρθει η επαγγελματική αποκατάσταση».
-Μετά θα αφήσεις τον πρωταθλητισμό δηλαδή;
«Γύρισα από την Αμερική με στόχο να περάσω τα 1.90μ. εάν δεν το έκανα είχα πει ότι θα τα παρατήσω. Είχα στο μυαλό μου ότι πρέπει να κάνω κάτι άλλο εφόσον δεν τα καταφέρω. Δε θέλω να έχω ως χόμπι το στίβο. Δεν ήθελα να μείνω στο 1.85 που είχα από την Αμερική. Με το που ήρθα όμως έκανα το 1.94μ. οπότε «αυτοπαγιδεύτηκα» ουσιαστικά. Γενικά έχω πει ότι εάν υπάρχουν κάποιες χρονιές που δω ότι δε βγαίνει ούτε οικονομικά, ούτε με το χρόνο μου, ούτε με επιδόσεις θα τα παρατήσω και δε θα κυνηγήσω κάτι που δεν υφίσταται. Είμαι ρεαλίστρια. Δε θα ήθελα να μείνω σε ένα χώρο να βασανίζομαι. Επειδή έχω αρκετούς τραυματισμούς βασανίζω περισσότερο το κορμί μου και την ψυχολογία μου οπότε εάν παράλληλα δεν έχω επιδόσεις δεν υπάρχει λόγος να μείνω σε αυτό».
-Είσαι ένα παιδί που ήρθες από μία ξένη χώρα στην Ελλάδα και σίγουρα πέρασες αρκετές δυσκολίες. Θεωρείς ότι αυτό σε έκανε πιο δυνατή και πιο πολυδιάστατη;
«Σίγουρα το να έχεις δύο γονείς που προέρχονται από άλλη χώρα και τους βλέπεις να κάνουν δυο και τρεις δουλειές για να συντηρήσουν εσένα σε κάνει πιο προσγειωμένο άνθρωπο. Στα 18 μου είπα στη μαμά μου “δε χρειάζεται πια να μου δίνεις χρήματα θα προσπαθήσω να συντηρήσω τον εαυτό μου μόνη μου”. Εννοείται ότι συνέχισε να με βοηθάει ως ένα σημείο, αλλά ανέλαβα εγώ τα περισσότερα. Όλο αυτό με έκανε πιο συνειδητοποιημένη στο θέμα που έχει να κάνει με τη διαχείριση των χρημάτων, αλλά και το τι ζητάω από την οικογένειά μου. Στην Αμερική στο τέλος της πρώτης χρονιάς στο κολλέγιο έβλεπα τους συμφοιτητές μου και έλεγαν “αχ οι γονείς μου μού αγόρασαν αμάξι”. Και έβγαιναν έξω από το κολλέγιο και έβλεπαν ένα αμάξι με φιόγκο. Κι εγώ έλεγα “α ωραία… μακάρι να το είχα αυτό”. Δεν το είχα όμως και νομίζω ότι αυτό είναι τελικά που με έκανε τον άνθρωπο που είμαι τώρα. Δεν είμαι καθόλου κακομαθημένη. Είμαι κακομαθημένη μόνο σε σχέση με πράγματα που βίωσα στην Αμερική και στο πως λειτουργεί ο κόσμος και ήθελα να το φέρω στην Ελλάδα, αλλά όχι κακομαθημένη στον τρόπο που μεγάλωσα.
Σίγουρα με έκανε πιο δυνατή και ρεαλίστρια. Δεν έχω από πίσω ένα μπακράουντ που να μου λέει “Τατιάνα θα σου δίνω 2000 κάθε μήνα κάνε αθλητισμό, κάνε το χόμπι σου”. Για μένα δεν είναι χόμπι, είναι δουλειά και εάν κάτι δεν πάει καλά θα τον κόψω μαχαίρι».
-Πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζουν τον αθλητισμό στην Αμερική;
«Στην Αμερική ήταν ένας άλλος κόσμος όσον αφορά στον αθλητισμό. Στο τελευταίο έτος στο κολλέγιο έβλεπα παιδιά που είχαν απίστευτο ταλέντο, που στην Ελλάδα θα ήταν οι καλύτεροι στο άθλημά τους, και μου έλεγαν “δεν είμαστε στους τέσσερις πρώτους Αμερικάνους, ούτε λεφτά μπορούμε να βγάλουμε τώρα, άρα σταματάμε και πάμε για δουλειά”. Αυτό με επηρέασε πάρα πολύ. Γιατί στην Ελλάδα βλέπεις κάποιον που είναι 25, έχει κάνει μία επιτυχία στα 16 του και συνεχίζει να έρχεται στο γήπεδο και το πάει μέχρι εκεί που πάει χωρίς να έχει υψηλούς στόχους. Υπάρχει το μαξιλαράκι εδώ στην Ελλάδα που μένουν στο σπίτι των γονιών τους και δε φεύγουν. Είναι μέσα στην κουλτούρα μας. Είναι πάρα πολύ ωραίο από τη μία, αλλά δε σε σπρώχνει από την άλλη ο γονιός να σου πει “φτάνει φύγε, άνοιξε τα φτερά σου. Ζήσε μόνος σου”. Οπότε λες θα συνεχίσω το χόμπι μου γιατί έχεις κάποιον να σε βοηθά και το πας όσο πάει.
Στην Αμερική αυτό το… μαξιλαράκι δεν υπάρχει. Στα 18 σου τραβάς το δρόμο σου. Έπαθα σοκ όταν έβλεπα αθλητές που ήταν καλύτεροι από μένα και σταματούσαν γιατί έπρεπε να κάνουν κάτι για να ζήσουν. Σκεφτόμουν πόσο τυχερή ήμουν που μπορούσα να γυρίσω σε μία χώρα που το κόστος ζωής είναι χαμηλό, άρα μπορώ να κάνω τον αθλητισμό μου και παράλληλα μία μικρή δουλειά για να ζήσω. Στην Αμερική το κόστος ζωής είναι τόσο μεγάλο που δεν έχεις την πολυτέλεια αυτή».